- αζύμωτος
- yoğrulmamış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αζύμωτος — η, ο 1. αυτός που δε ζύμωσε: Ήταν φτωχός κι αζύμωτος. 2. αυτός που δε ζυμώθηκε καλά ή καθόλου: Το ψωμί δεν είναι νόστιμο, γιατί το άφησαν αζύμωτο. 3. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε ζύμωση: Ο μούστος ήταν ακόμη αζύμωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζύμωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ζυμώθηκε καθόλου, ο μη ζυμωμένος ή αυτός που δεν ζυμώθηκε αρκετά, ο κακοζυμωμένος 2. αυτός που δεν ζύμωσε 3. (για υγρά) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζυμωτός < ζυμώνω. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
άτριφτος — η, ο (AM ἄτριπτος ον) 1. ατριβής, αυτός που δεν έχει φθαρεί ή σκληρυνθεί από την πολλή χρήση 2. (για στάρι) ανάλεστος, ακοπάνιστος 3. αγύμναστος, άπειρος, άμαθος νεοελλ. αυτός που δεν επιδέχεται τριβή, που δεν μπορεί να τον τρίψει κανείς αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αζυμωσιά — η [αζύμωτος] το να μη ζυμώνει, να μην παρασκευάζει κανείς ψωμί λόγω φτώχιας … Dictionary of Greek